συμβίωση

συμβίωση
Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν γίνεται προς όφελος μερικών και προς βλάβη άλλων. Στην πραγματικότητα οι δυο αυτές μορφές δεν είναι πάντοτε καθαρά καθορισμένες γιατί υπάρχουν διάφορες βαθμίδες μετάβασης απ’ τη μια στην άλλη. Γενικά, όταν μιλάμε απλά για σ. εννοούμε την αμοιβαία, επειδή η ανταγωνιστική ονομάζεται πιο συχνά παρασιτισμός. Τυπικό παράδειγμα αμοιβαίας σ. είναι η γνωστότατη σχέση μεταξύ του πάγουρου και της ανεμώνης της θάλασσας. Σ. υπάρχει επίσης μεταξύ χορτοφάγων θηλαστικών και πολυάριθμων βακτηριδίων και βλεφαριδωτών πρωτόζωων, που ζουν στο έντερο των πρώτων και φαίνονται να είναι απαραίτητα για την πέψη της κυτταρίνης. Μια άλλη αμοιβαία σ. πραγματοποιείται μεταξύ της ύδρας και μονοκύτταρων πράσινων φυκιών όπως οι ζωοχλωρέλλες. Αμοιβαίες σ. μεταξύ φυτών είναι των φυκιών και του μύκητα στους λειχήνες, των μύκητων και των ριζών μεγαλύτερων φυτών στα μυκορρΐζια, του αζωτοστερεωτικού βακτηριδίου (ριζόβιου) και της ρίζας στα φυμάτια των ψυχανθών. Με ευρεία έννοια, μπορούμε να ονομάσουμε αμοιβαία σ. και τη σχέση μεταξύ άνθους και γονιμοποιού εντόμου. Μορφές μετάβασης από την αμοιβαιότητα στον παρασιτισμό είναι ο συσσιτισμός και ο συνοικισμός: στις μορφές αυτές ωφελείται ένας απ’ τους δυο οργανισμούς, ενώ ο άλλος δεν αισθάνεται βλάβη ή υφίσταται περιορισμένη και έμμεση τέτοια· μερικές φορές όμως αυτοί που συσσιτούν ή συνοικούν γίνονται στ’ αλήθεια παράσιτα. Συσσιτισμό έχουμε όταν ένα είδος ζει με τα αποθέματα τροφής του άλλου, όπως γίνεται π.χ. στις φωλιές μυρμηγκιών και τερμιτών όπου ζουν μερικά έντομα αντίστοιχα μυρμηγκόφιλα και τερμιτόφιλα· μερικές φορές οι συσσιτούντες αυτοί μπορούν να γίνουν πραγματικά επιβλαβείς και, παίρνοντας χαρακτήρα αρπακτικό και παρασιτικό, εξαντλούν τα αποθέματα τροφής του ξενιστή ή τρώγουν τα αβγά και τις προνύμφες τους. Αντίθετα μιλάμε για συνοικισμό όταν άτομα ενός είδους ζουν στη φωλιά ή σε επαφή ή πάνω στο σώμα ενός άλλου είδους. Πολλά έντομα, π.χ., ζουν σε φωλιές πουλιών και θηλαστικών για να μαζέψουν τα υπολείμματα της τροφής, ενώνοντας έτσι το συνοικισμό με το συσσιτισμό. Συνοικούντες με υδρόβια ζώα είναι μερικά θυσανόποδα και οι σωληνωτοί πολυχαίτες, που προσκολλιούνται στο χέλιο των θαλάσσιων χελωνών, στο δέρμα των κητωδών και στον εξωσκελετό διάφορων καρκινοειδών· αυτά είναι εξωπαράσιτα, αλλά μπορούν να ονομαστούν συνοικούντες επειδή δεν προκαλούν ζημιά. Συνοικούντες των κοιλεντε-ρωτών είναι μερικά ψαράκια που προφυλάσσονται κάτω απ’ την ομπρέλα των μεδουσών· ανάλογα στους σπόγγους ζουν π.χ. πολυάριθμα καρκινοειδή (αμφίποδα, ισόποδα) και μερικοί δακτυλιοσκώληκες (πολυχαίτες). Ονομάζεται κληρονομική φυσιολογική σ. η σχέση ζώων με βακτηρίδια ή μύκητες που μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά μέσω αβγών· η μορφή αυτή σ. παρατηρήθηκε π.χ. σε κεφαλόποδα μαλάκια και ψάρια, ο φωσφορισμός των οποίων φαίνεται ότι οφείλεται ακριβώς σε σ. με φωτογενή βακτηρίδια, μυρμήγκια, λειχήνες, ολοθουρία, πίννα και τερμίτες. Εσωτερικό στομαχιού ψαριού με οργανισμούς που συμβιούν μαζί του.
* * *
η / συμβίωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [συμβιῶ, -ώνω]
το να ζει κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή διαμονή στον ίδιο χώρο (α. «η συμβίωση με την οικογένεια αυτή ήταν αδύνατη» β. «περὶ γυναικὸς συμβιώσεως», Αντίπ. Ταρσ.)
νεοελλ.
1. βιολ. το σύνολο τών τρόπων κοινής διαβίωσης ατόμων δύο διαφορετικών ειδών το οποίο περιλαμβάνει την αλληλοβοήθεια, την κοινοβίωση και τον παρασιτισμό
2. (οικ. δίκ.) δέσμη υποχρεώσεων που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή και συναντίληψη τών συζύγων
αρχ.
1. λέσχη, εταιρεία
2. σύζυγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμβίωση — η το να ζουν μαζί δύο άνθρωποι ή δύο λαοί: Έγινε προβληματική η συμβίωση μ αυτήν τη γυναίκα. – Η ειρηνική συμβίωση των δύο λαών διαταράχτηκε από τις επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβιώσῃ — συμβιώσηι , συμβίωσις living with fem dat sg (epic) συμβιάζομαι force into union fut part act fem dat sg (attic epic ionic) συμβιόω live with aor subj mid 2nd sg συμβιόω live with aor subj act 3rd sg συμβιόω live with fut ind mid 2nd sg συμβιόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ευυπόκριτος — εὐυπόκριτος, ον (Α) 1. αυτός που υποκρίνεται καλά το πρόσωπο που υποδύεται, που ερμηνεύει καλά τον ρόλο του 2. φρ. «εὐυπόκριτος συμβίωσις» καλή συμβίωση, ομαλή συμβίωση 3. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να υποκριθεί, να παραστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικότητα — η [κοινωνικός] 1. η τάση προς συμβίωση με άλλους ανθρώπους στην κοινωνία και η προσαρμογή στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμβίωση αυτή 2. η ιδιότητα τού κοινωνικού ανθρώπου, η καλή κοινωνική συμπεριφορά και η γνώση τών τρόπων καλής… …   Dictionary of Greek

  • συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Maria Solomou — Born Athens, Greece Years active 1998 present Maria Solomou (Greek: Μαρία Σολωμού, born in Athens) is a Greek actress who stars in the Greek hit show S1ngles on Mega Channel. She has also acted in a number of Greek films.She is also active in the …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”